- γραμμοποίκιλος
- γραμμο-ποίκῐλος, ον,A striped, Arist.Fr. 295.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γραμμοποικίλων — γραμμοποίκιλος striped masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμοποίκιλτος — η, ο (Α γραμμοποίκιλος, ον) στολισμένος με γραμμές … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek